- τετράτροχος
- -η, -οαυτός που έχει τέσσερις τροχούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τετράτροχος — η, ο / τετράτροχος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις τροχούς («τετράτροχη άμαξα») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τετράτροχο όχημα με τέσσερεις τροχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + τροχός (πρβλ. δί τροχος)] … Dictionary of Greek
τετράτροχον — τετράτροχος four wheeled masc/fem acc sg τετράτροχος four wheeled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρατρόχοις — τετράτροχος four wheeled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρατρόχου — τετράτροχος four wheeled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρατρόχους — τετράτροχος four wheeled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράτροχα — τετράτροχος four wheeled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράτροχοι — τετράτροχος four wheeled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάξονος — ο 1. (για αμάξι) αυτός που έχει δύο άξονες 2. (για βαγόνι, άμαξα, κ.λπ.) τετράτροχος … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετράκυκλος — η, ο / τετράκυκλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις τροχούς, τετράτροχος («ἅμαξαι τετράκυκλοι ἡμιόνεαι», Ηρόδ.) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. ἡ τετράκυκλος τετράτροχη άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κύκλος (πρβλ. πολύ κυκλος] … Dictionary of Greek